ἐτεχνίτευε

ἐτεχνίτευε
τεχνιτεύω
make
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεχνιτεύω — Α [τεχνίτης] 1. κατασκευάζω με τεχνικό τρόπο («εἰκόνα τεχνιτεύειν», Φίλ.) 2. κάνω χρήση τεχνασμάτων («ἐτεχνίτευε τινὶ τρόπῳ προέχειν», Ιώσ.) 3. χρησιμοποιώ δεύτερης ποιότητας τέχνη 4. διαστρέφω με τεχνάσματα («δεινὸς ἀνὴρ τεχνιτεῡσαι λόγους»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”